Δευκαλιδης

Δευκαλιδης
    Δευκαλίδης
    Δευκᾰλίδης
    -ου (ῐ) ὅ Девкалид, сын Девкалия или Девкалиона, т.е. Ἰδομενεύς Hom.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "Δευκαλιδης" в других словарях:

  • Δευκαλίδης — Δευκαλίδη fem gen sg (attic epic ionic) Δευκαλίδης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δευκαλίδαι — Δευκαλίδη fem nom/voc pl Δευκαλίδᾱͅ , Δευκαλίδη fem dat sg (doric aeolic) Δευκαλίδᾱͅ , Δευκαλίδης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δευκαλίδαο — Δευκαλίδᾱο , Δευκαλίδης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δευκαλίδη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) Δευκαλίδης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δευκαλίδηισιν — Δευκαλίδῃσιν , Δευκαλίδη fem dat pl (epic ionic) Δευκαλίδῃσιν , Δευκαλίδης masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δευκαλίδην — Δευκαλίδη fem acc sg (attic epic ionic) Δευκαλίδης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δευκαλίδῃσιν — Δευκαλίδη fem dat pl (epic ionic) Δευκαλίδης masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»